μαργαριταρένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαργαριταρένιος η μαργαριταρένια το μαργαριταρένιο
      γενική του μαργαριταρένιου της μαργαριταρένιας του μαργαριταρένιου
    αιτιατική τον μαργαριταρένιο τη μαργαριταρένια το μαργαριταρένιο
     κλητική μαργαριταρένιε μαργαριταρένια μαργαριταρένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαργαριταρένιοι οι μαργαριταρένιες τα μαργαριταρένια
      γενική των μαργαριταρένιων των μαργαριταρένιων των μαργαριταρένιων
    αιτιατική τους μαργαριταρένιους τις μαργαριταρένιες τα μαργαριταρένια
     κλητική μαργαριταρένιοι μαργαριταρένιες μαργαριταρένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
μαργαριταρένιο κολιέ

Ετυμολογία

μαργαριταρένιος < μαργαριτάρ(ι) + -ένιος (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαργαριταρένιος (στολισμένος με μαργαριτάρια) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /maɾ.ɣa.ɾi.taˈɾe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαργαριταρένιος

Επίθετο

μαργαριταρένιος

  1. (κυρίως κόσμημα) που είναι φτιαγμένος από μαργαριτάρια ή που έχει εμφάνιση παρόμοια με μαργαριτάρι
  2.  δείτε και τη λέξη μαργαριταρένια (θηλυκό)

Μεταφράσεις

Αναφορές


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μαργαριταρένιος < μαργαριτάρ(ιον) + -ένιος

Επίθετο

μαργαριταρένιος

  • μαργαριταρέινος
  • μαργαριταρένος

Κλιτικοί τύποι

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.