μαργαριταρένια

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /maɾ.ɣa.ɾi.taˈɾe.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαργαριταρένια

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μαργαριταρένια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μαργαριταρένιος
    (ουσιαστικοποιημένο, χαϊδευτική προσφώνηση) αχ, μαργαριταρένια μου!
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαργαριταρένιο, ουδέτερο του μαργαριταρένιος



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μαργαριταρένια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μαργαριταρένιος
  2. ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.