μακρόπνοος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακρόπνοος | η | μακρόπνοη | το | μακρόπνοο |
| γενική | του | μακρόπνοου | της | μακρόπνοης | του | μακρόπνοου |
| αιτιατική | τον | μακρόπνοο | τη | μακρόπνοη | το | μακρόπνοο |
| κλητική | μακρόπνοε | μακρόπνοη | μακρόπνοο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακρόπνοοι | οι | μακρόπνοες | τα | μακρόπνοα |
| γενική | των | μακρόπνοων | των | μακρόπνοων | των | μακρόπνοων |
| αιτιατική | τους | μακρόπνοους | τις | μακρόπνοες | τα | μακρόπνοα |
| κλητική | μακρόπνοοι | μακρόπνοες | μακρόπνοα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μακρόπνοος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακρόπνοος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική de longue haleine[1] (μακράς πνοής)
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈkɾo.pno.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :
Επίθετο
μακρόπνοος, -η, -ο
- που είναι «μακράς πνοής», που σχεδιάζεται ή πραγματοποιείται με πρόβλεψη και για τις μελλοντικές ανάγκες
Αντώνυμα
- κοντόπνοος
- μικρόπνοος
Μεταφράσεις
μακρόπνοος
|
|
Αναφορές
- μακρόπνοος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Επίθετο
μακρόπνοος, -ος, -ον & μακρόπνους, -ους, -ουν
- που παίρνει βαθιά ανάσα
- που παρατείνεται για πολύ χρόνο
- μεγαλόπνοος
Πηγές
- μακρόπνοος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακρόπνοος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.