μακρόπνοος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρόπνοος η μακρόπνοη το μακρόπνοο
      γενική του μακρόπνοου της μακρόπνοης του μακρόπνοου
    αιτιατική τον μακρόπνοο τη μακρόπνοη το μακρόπνοο
     κλητική μακρόπνοε μακρόπνοη μακρόπνοο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρόπνοοι οι μακρόπνοες τα μακρόπνοα
      γενική των μακρόπνοων των μακρόπνοων των μακρόπνοων
    αιτιατική τους μακρόπνοους τις μακρόπνοες τα μακρόπνοα
     κλητική μακρόπνοοι μακρόπνοες μακρόπνοα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μακρόπνοος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακρόπνοος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική de longue haleine[1] (μακράς πνοής)

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈkɾo.pno.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός:

Επίθετο

μακρόπνοος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

μακρόπνοος < μακρό- + πνο- (πνοή, πνέω) + -ος

Επίθετο

μακρόπνοος, -ος, -ον & μακρόπνους, -ους, -ουν

  1. που παίρνει βαθιά ανάσα
  2. που παρατείνεται για πολύ χρόνο

  • μεγαλόπνοος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.