ανάσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάσα οι ανάσες
      γενική της ανάσας
    αιτιατική την ανάσα τις ανάσες
     κλητική ανάσα ανάσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάσα < ανασαίνω

Ουσιαστικό

ανάσα θηλυκό

  1. η αναπνοή
    Πάρε μια βαθιά ανάσα και βούτα
  2. η εκπνοή
    καυτή ανάσα
  3. η ξεκούραση, η μικρή ανακούφιση
    Βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω μια ανάσα γιατί με τρελάνανε τα παιδιά
    Είπαν για κοινωνικό μέρισμα και χάρηκα ότι θα παίρναμε μια ανάσα αλλά αυτό ούτε πουρμπουάρ δεν είναι άμα το διαιρέσεις -χώρια που δεν το έδωσαν κιόλας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.