ανάσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάσα | οι | ανάσες |
| γενική | της | ανάσας | — | |
| αιτιατική | την | ανάσα | τις | ανάσες |
| κλητική | ανάσα | ανάσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάσα < ανασαίνω
Ουσιαστικό
ανάσα θηλυκό
- η αναπνοή
- Πάρε μια βαθιά ανάσα και βούτα
- η εκπνοή
- καυτή ανάσα
- η ξεκούραση, η μικρή ανακούφιση
- Βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω μια ανάσα γιατί με τρελάνανε τα παιδιά
- Είπαν για κοινωνικό μέρισμα και χάρηκα ότι θα παίρναμε μια ανάσα αλλά αυτό ούτε πουρμπουάρ δεν είναι άμα το διαιρέσεις -χώρια που δεν το έδωσαν κιόλας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.