μακρυχέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρυχέρης η μακρυχέρα το μακρυχέρικο
      γενική του μακρυχέρη της μακρυχέρας του μακρυχέρικου
    αιτιατική τον μακρυχέρη τη μακρυχέρα το μακρυχέρικο
     κλητική μακρυχέρη μακρυχέρα μακρυχέρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρυχέρηδες οι μακρυχέρες τα μακρυχέρικα
      γενική των μακρυχέρηδων των μακρυχέρικων
    αιτιατική τους μακρυχέρηδες τις μακρυχέρες τα μακρυχέρικα
     κλητική μακρυχέρηδες μακρυχέρες μακρυχέρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μακρυχέρης < αρχαία ελληνική μακρόχειρ

Επίθετο

μακρυχέρης, -α, -ικο

  1. που έχει μακριά χέρια
    Αυτός ο νέος είναι μακρυχέρης -πήρε απ' τον πατέρα του
  2. πορτοφολάς, κλέφτης, που γενικά απλώνει το χέρι του, αρπάζει πράγματα που δεν του ανήκουν ή υπεξαιρεί χρήματα
    Κάποιος είναι μακροχέρης στο μαγαζί -πάλι λείπουνε λεφτά απ' το ταμείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.