μακρυχέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακρυχέρης | η | μακρυχέρα | το | μακρυχέρικο |
| γενική | του | μακρυχέρη | της | μακρυχέρας | του | μακρυχέρικου |
| αιτιατική | τον | μακρυχέρη | τη | μακρυχέρα | το | μακρυχέρικο |
| κλητική | μακρυχέρη | μακρυχέρα | μακρυχέρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακρυχέρηδες | οι | μακρυχέρες | τα | μακρυχέρικα |
| γενική | των | μακρυχέρηδων | — | των | μακρυχέρικων | |
| αιτιατική | τους | μακρυχέρηδες | τις | μακρυχέρες | τα | μακρυχέρικα |
| κλητική | μακρυχέρηδες | μακρυχέρες | μακρυχέρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μακρυχέρης < αρχαία ελληνική μακρόχειρ
Επίθετο
μακρυχέρης, -α, -ικο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.