μακρόχειρ
Ετυμολογία
Επίθετο
- που έχει μακριά χέρια, ή που έχει το ένα χέρι μακρύ, μακρυχέρης
- ※ τὸν δὲ διατάξαντα τοὺς φόρους Δαρεῖον εἶναι τὸν μακρόχειρα, καὶ κάλλιστον ἀνθρώπων πλὴν τοῦ μήκους τῶν βραχιόνων καὶ τῶν πήχεων: ἅπτεσθαι γὰρ καὶ τῶν γονάτων. Στράβωνος Γεωγραφικά (15.3.21), έκδ. A. Meineke (Λειψία: Teubner, 1877).
Πηγές
- μακρόχειρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακρόχειρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- λ. «μακρόχειρ», στο: Δημήτρη Β. Δημητράκου (έκδ.), Μέγα λεξικόν όλης της Ελληνικής γλώσσης (Αθήνα, Εκδόσεις Δομή, 1974), τόμ. 9, σ. 4449.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.