πορτοφολάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορτοφολάς οι πορτοφολάδες
      γενική του πορτοφολά των πορτοφολάδων
    αιτιατική τον πορτοφολά τους πορτοφολάδες
     κλητική πορτοφολά πορτοφολάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορτοφολάς < πορτοφόλ(ι) + -άς

Ουσιαστικό

πορτοφολάς αρσενικό (θηλυκό πορτοφολού)

  1. αυτός που κατασκευάζει ή/και πουλάει πορτοφόλια
  2. (προφορικό) κλέφτης πορτοφολιών


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.