λύκειο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λύκειο τα λύκεια
      γενική του λυκείου
& λύκειου
των λυκείων
    αιτιατική το λύκειο τα λύκεια
     κλητική λύκειο λύκεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λύκειο < αρχαία ελληνική Λύκειον

Ουσιαστικό

λύκειο ουδέτερο

  1. η δεύτερη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αμέσως μετά το γυμνάσιο
  2. ένα σχολείο αυτής της βαθμίδας εκπαίδευσης
  3. τίτλος συλλόγων ή οργανώσεων με μορφωτικούς, πολιτιστικούς στόχους
    Λύκειο Ελληνίδων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.