disciple

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
disciple (en)
- ο μαθητής, αυτός που διδάσκεται κάτι από κάποιον, ιδιαίτερα αυτός που με τη σειρά του θα διδάξει άλλους
- αυτός που ακολουθεί τις ιδέες ενός δασκάλου, μιας φιλοσοφίας κλπ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.