disciple

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

disciple (en)

  1. ο μαθητής, αυτός που διδάσκεται κάτι από κάποιον, ιδιαίτερα αυτός που με τη σειρά του θα διδάξει άλλους
  2. αυτός που ακολουθεί τις ιδέες ενός δασκάλου, μιας φιλοσοφίας κλπ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.