μαθητολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαθητολόγιο τα μαθητολόγια
      γενική του μαθητολόγιου
& μαθητολογίου
των μαθητολόγιων
& μαθητολογίων
    αιτιατική το μαθητολόγιο τα μαθητολόγια
     κλητική μαθητολόγιο μαθητολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαθητολόγιο < μαθητ(ης) + -ο- + -λόγιο

Ουσιαστικό

μαθητολόγιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.