μαέστρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαέστρος | οι | μαέστροι |
| γενική | του | μαέστρου | των | μαέστρων |
| αιτιατική | τον | μαέστρο | τους | μαέστρους |
| κλητική | μαέστρο | μαέστροι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μαέστρος(1) με τη μπακέτα που διευθύνει ορχήστρα
Ετυμολογία
- μαέστρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική maestro < λατινική magister < magis + -ter < magnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *m̥ǵh₂nós < *méǵh₂s (μέγας)
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈe.stros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐έ‐στρος
Ουσιαστικό
μαέστρος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: (σπάνιο) μαέστρα)
- (επάγγελμα) ο διευθυντής ορχήστρας, που διδάσκει τους μουσικούς της ορχήστρας στις πρόβες και τους διευθύνει την ώρα της εκτέλεσης
- ↪ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν παγκοσμίως γνωστός μαέστρος
- (κατ’ επέκταση) ο δεξιοτέχνης
Συνώνυμα
Συγγενικά
Εκφράσεις
- αβάντι μαέστρο: επιφώνημα έναρξης γλεντιού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.