master
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| master | masters |
master (en)
- o κύριος, ο κυρίαρχος
- το αφεντικό, ένα άτομο που είναι υπεύθυνος μιας οργάνωσης ή μιας ομάδας
- ο μάστορας, ο έμπειρος ειδικευμένος τεχνίτης που διδάσκει τους μαθητευόμενούς του
- ↪ a master carpenter - μάστορας ξυλουργός
- o αριστοτέχνης
- (μόνο στον πληθυντικό ή master's) το μεταπτυχιακό
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη master's degree
Πολυλεκτικοί όροι
Ρήμα
| ενεστώτας | master |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | masters |
| αόριστος | mastered |
| παθητική μετοχή | mastered |
| ενεργητική μετοχή | mastering |
master (en)
- ειδικεύομαι σε κάτι, τελειοποιώ κάτι
- ελέγχω, θέτω υπό τον έλεγχο μου
Πηγές
- master (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- master (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- master (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 146. ISBN 9780194325684., λήμμα: αφεντικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.