master

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
master masters

master (en)

  1. o κύριος, ο κυρίαρχος
  2. το αφεντικό, ένα άτομο που είναι υπεύθυνος μιας οργάνωσης ή μιας ομάδας
    the workers and their masters - οι εργάτες και τα αφεντικά τους
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη boss
  3. ο μάστορας, ο έμπειρος ειδικευμένος τεχνίτης που διδάσκει τους μαθητευόμενούς του
    a master carpenter - μάστορας ξυλουργός
  4. o αριστοτέχνης
  5. (μόνο στον πληθυντικό ή master's) το μεταπτυχιακό
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη master's degree

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας master
γ΄ ενικό ενεστώτα masters
αόριστος mastered
παθητική μετοχή mastered
ενεργητική μετοχή mastering

master (en)

  1. ειδικεύομαι σε κάτι, τελειοποιώ κάτι
  2. ελέγχω, θέτω υπό τον έλεγχο μου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.