πρόβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόβα οι πρόβες
      γενική της πρόβας
    αιτιατική την πρόβα τις πρόβες
     κλητική πρόβα πρόβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική prova < provare < λατινική probare (τεστάρω) < probus (καλός, ενάρετος)
Πρόβα φορέματος.

Ουσιαστικό

πρόβα θηλυκό

  1. η δοκιμή που γίνεται πριν την τελική παρουσίαση ενός θέματος (θέατρου, τραγουδιού, ομιλίας, κτ...)
  2. (ειδικότερα) η δοκιμή ρούχου, όταν ράβεται κατά παραγγελία
  3. κάθε δοκιμή

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • πρόβα τζενεράλε (γενική δοκιμή)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.