μῖσος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μισεσ-
ονομαστική τὸ μῖσος τὰ μίση - μίσε
      γενική τοῦ μίσους - μίσεος τῶν μισῶν - μισέων
      δοτική τῷ μίσει - μίσεῐ̈ τοῖς μίσεσ(ν)
    αιτιατική τὸ μῖσος τὰ μίση - μίσεα
     κλητική ! μῖσος μίση - μίσεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μίσει - μίσεε
γεν-δοτ τοῖν  μισοῖν - μισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μῖσος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mēwdʰ- (παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι)

Ουσιαστικό

μῖσος ουδέτερο

Συγγενικά

Σύνθετα

  • το μίσηθρον : μαγικό φίλτρο για να προκαλεί κάποιος εχθρότητα
  • μισο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μισο- στο Βικιλεξικό

όπως ενδεικτικά

  • μισέλλην
  • μισάνθρωπος
  • μισάδελφος
  • μισαθήναιος
  • μισαλέξανδρος
  • μισοβάρβαρος
  • μισολάκων
  • μισόδημος (ο εχθρός της δημοκρατίας)
  • μισόπολις
  • μισόλογος
  • μισόπερσης
  • μισοπόνηρος (που μισεί την πονηριά)
  • μισοπόρπαξ (που μισεί τη λαβή της ασπίδας, δηλαδή τον πόλεμο)
  • μισόσοφος
  • μισοτύραννος
  • μισότυφος (που μισεί την υπερηφάνεια)
  • μισοφίλιππος
  • μισοψευδής (που μισεί τα ψεύδη)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.