hate
Αγγλικά (en)
Εκφράσεις
Ρήμα
| ενεστώτας | hate |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | hates |
| αόριστος | hated |
| παθητική μετοχή | hated |
| ενεργητική μετοχή | hating |
hate (en) (όχι συνήθως στα continuous tenses)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μισώ, σιχαίνομαι, απεχθάνομαι
- ↪ I don’t hate you.
- Δεν σε μισώ.
- ↪ I hate being interrupted/working overtime.
- Σιχαίνομαι να με διακόπτουν/να κάνω υπερωρίες.
- ≈ συνώνυμα: can’t stand, abhor, abominate, despise, detest και loathe, → και δείτε Wikisaurus:hate
- ↪ I don’t hate you.
- (χωρίς παθητική φωνή, hate to) λυπάμαι πάρα πολύ, χρησιμοποιείται όταν λέω κάτι που θα προτιμούσα να μην χρειάζεται να πω ή όταν ζητώ ευγενικά να κάνω κάτι
- ↪ I hate to bother you, but…
- Λυπάμαι πολύ που σας ενοχλώ, αλλά…
- ↪ I hate to bother you, but…
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.