location

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
location locations

Ετυμολογία

location < λατινική locatio < locare < locus

Ουσιαστικό

location (en)

  1. η τοποθεσία, η θέση όπου βρίσκεται κάτι
    It’s a good location for a school.
    Είναι καλή τοποθεσία για σχολείο.
    The village has an ideal location.
    Το χωριό έχει ιδεώδη τοποθεσία.
  2. (μη μετρήσιμο) ο εντοπισμός, η εντόπιση, η ενέργεια του να εντοπίζω, του να προσδιορίζω ακριβώς τον τόπο στον οποίο βρίσκεται κάποιος ή κάτι
    the location of the enemy positions - ο εντοπισμός των θέσεων του εχθρού
     συνώνυμα: locating

Σύνθετα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
location locations

Ουσιαστικό

location (fr) θηλυκό

  1. η ενοικίαση
  2. (κατ’ επέκταση) κάτι που έχει ενοικιαστεί
  3. (κατ’ επέκταση) το γραφείο ενοικιάσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.