location
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| location | locations |
Ουσιαστικό
location (en)
- η τοποθεσία, η θέση όπου βρίσκεται κάτι
- ↪ It’s a good location for a school.
- Είναι καλή τοποθεσία για σχολείο.
- ↪ The village has an ideal location.
- Το χωριό έχει ιδεώδη τοποθεσία.
- ↪ It’s a good location for a school.
- (μη μετρήσιμο) ο εντοπισμός, η εντόπιση, η ενέργεια του να εντοπίζω, του να προσδιορίζω ακριβώς τον τόπο στον οποίο βρίσκεται κάποιος ή κάτι
Σύνθετα
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| location | locations |
Ουσιαστικό
location (fr) θηλυκό
- η ενοικίαση
- (κατ’ επέκταση) κάτι που έχει ενοικιαστεί
- (κατ’ επέκταση) το γραφείο ενοικιάσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.