μισθώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μισθώνω < αρχαία ελληνική μισθός
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈsθo.no/
- ⓘ
Ρήμα
μισθώνω
- καταβάλλω μίσθωμα ως ενοικιαστής για κινητή ή ακίνητη περιουσία, προκειμένου να μπορώ να την χρησιμοποιήσω για δικές μου ανάγκες εργασίας ή κατοικίας κ.λπ.
- προσλαμβάνω κάποιον, προκειμένου να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία για περιορισμένο χρονικό διάστημα
Συγγενικά
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μισθώνω | μίσθωνα | θα μισθώνω | να μισθώνω | μισθώνοντας | |
| β' ενικ. | μισθώνεις | μίσθωνες | θα μισθώνεις | να μισθώνεις | μίσθωνε | |
| γ' ενικ. | μισθώνει | μίσθωνε | θα μισθώνει | να μισθώνει | ||
| α' πληθ. | μισθώνουμε | μισθώναμε | θα μισθώνουμε | να μισθώνουμε | ||
| β' πληθ. | μισθώνετε | μισθώνατε | θα μισθώνετε | να μισθώνετε | μισθώνετε | |
| γ' πληθ. | μισθώνουν(ε) | μίσθωναν μισθώναν(ε) |
θα μισθώνουν(ε) | να μισθώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μίσθωσα | θα μισθώσω | να μισθώσω | μισθώσει | ||
| β' ενικ. | μίσθωσες | θα μισθώσεις | να μισθώσεις | μίσθωσε | ||
| γ' ενικ. | μίσθωσε | θα μισθώσει | να μισθώσει | |||
| α' πληθ. | μισθώσαμε | θα μισθώσουμε | να μισθώσουμε | |||
| β' πληθ. | μισθώσατε | θα μισθώσετε | να μισθώσετε | μισθώστε | ||
| γ' πληθ. | μίσθωσαν μισθώσαν(ε) |
θα μισθώσουν(ε) | να μισθώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μισθώσει | είχα μισθώσει | θα έχω μισθώσει | να έχω μισθώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μισθώσει | είχες μισθώσει | θα έχεις μισθώσει | να έχεις μισθώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μισθώσει | είχε μισθώσει | θα έχει μισθώσει | να έχει μισθώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μισθώσει | είχαμε μισθώσει | θα έχουμε μισθώσει | να έχουμε μισθώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μισθώσει | είχατε μισθώσει | θα έχετε μισθώσει | να έχετε μισθώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μισθώσει | είχαν μισθώσει | θα έχουν μισθώσει | να έχουν μισθώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.