μισθώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μισθώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μισθώνω
  2. θα μισθώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μισθώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μισθώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μίσθωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.