μισθωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισθωτικός | η | μισθωτική | το | μισθωτικό |
| γενική | του | μισθωτικού | της | μισθωτικής | του | μισθωτικού |
| αιτιατική | τον | μισθωτικό | τη | μισθωτική | το | μισθωτικό |
| κλητική | μισθωτικέ | μισθωτική | μισθωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισθωτικοί | οι | μισθωτικές | τα | μισθωτικά |
| γενική | των | μισθωτικών | των | μισθωτικών | των | μισθωτικών |
| αιτιατική | τους | μισθωτικούς | τις | μισθωτικές | τα | μισθωτικά |
| κλητική | μισθωτικοί | μισθωτικές | μισθωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.