υπομίσθωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπομίσθωση οι υπομισθώσεις
      γενική της υπομίσθωσης* των υπομισθώσεων
    αιτιατική την υπομίσθωση τις υπομισθώσεις
     κλητική υπομίσθωση υπομισθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπομισθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπομίσθωση < ελληνιστική κοινή ὑπομίσθωσις

Ουσιαστικό

υπομίσθωση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.