αντιμισθία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιμισθία οι αντιμισθίες
      γενική της αντιμισθίας των αντιμισθιών
    αιτιατική την αντιμισθία τις αντιμισθίες
     κλητική αντιμισθία αντιμισθίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιμισθία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αντιμισθία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.