μέρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μέρισμα | τα | μερίσματα |
| γενική | του | μερίσματος | των | μερισμάτων |
| αιτιατική | το | μέρισμα | τα | μερίσματα |
| κλητική | μέρισμα | μερίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέρισμα < ελληνιστική κοινή μέρισμα < αρχαία ελληνική μερίζω < μέρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dividende[1])
Ουσιαστικό
μέρισμα ουδέτερο
Συγγενικά
- μερισματαπόδειξη
- μερισματαπόδοση
- μερισματικός
- μερισματόγραφο
- μερισματούχος
- προμέρισμα
- → δείτε τη λέξη μέρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.