μερισματαπόδοση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μερισματαπόδοση οι μερισματαποδόσεις
      γενική της μερισματαπόδοσης* των μερισματαποδόσεων
    αιτιατική τη μερισματαπόδοση τις μερισματαποδόσεις
     κλητική μερισματαπόδοση μερισματαποδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μερισματαποδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερισματαπόδοση < μέρισμα + απόδοση

Ουσιαστικό

μερισματαπόδοση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.