προμέρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προμέρισμα τα προμερίσματα
      γενική του προμερίσματος των προμερισμάτων
    αιτιατική το προμέρισμα τα προμερίσματα
     κλητική προμέρισμα προμερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προμέρισμα < προ- + μέρισμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interim dividend[1])

Ουσιαστικό

προμέρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

  1. προμέρισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.