μελλοντολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μελλοντολόγος | οι | μελλοντολόγοι |
| γενική | του/της | μελλοντολόγου | των | μελλοντολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | μελλοντολόγο | τους/τις | μελλοντολόγους |
| κλητική | μελλοντολόγε | μελλοντολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελλοντολόγος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική futurologist. Αναλύεται σε (μέλλον) μελλοντ- + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
μελλοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που ασχολείται με τη μελλοντολογία
Μεταφράσεις
μελλοντολόγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.