μελλοντολογία

Νέα ελληνικά (el)


 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελλοντολογία οι μελλοντολογίες
      γενική της μελλοντολογίας των μελλοντολογιών
    αιτιατική τη μελλοντολογία τις μελλοντολογίες
     κλητική μελλοντολογία μελλοντολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελλοντολογία < απόδοση του αμερικανικού όρου futurology < future +ology < -ολογία < λόγος

Ουσιαστικό

μελλοντολογία θηλυκό

  1. επιστήμη που διερευνά τα πιθανά σενάρια του μέλλοντος, τις λογικά πιθανότερες εξελίξεις, ανάλογα και σύμφωνα με τις τάσεις του παρόντος και με βάση τις γνώσεις του παρελθόντος
  2. μαντεία του μέλλοντος με ποικίλα μέσα και μεθόδους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.