μέλλοντα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.lon.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέλ‐λο‐ντα
Κλιτικός τύπος μετοχής
μέλλοντα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία 1
- μέλλοντα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής μέλλων στον πληθυντικό· εννοείται «πράγματα»
Ουσιαστικό
μέλλοντα ουδέτερο στον πληθυντικό
- αυτά που πρόκειται να συμβούν
Ετυμολογία 2
- μέλλοντα: κλιτικοί τύποι
Κλιτικός τύπος μετοχής
μέλλοντα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μέλλον) του μέλλων
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μέλλοντα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέλλον
- → δείτε και ουσιαστικοποιημένο
Πηγές
- μέλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.