μέλλοντα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.lon.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέλλοντα

Κλιτικός τύπος μετοχής

μέλλοντα

  1. γενική, αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του μέλλοντας
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μέλλον) του μέλλοντας
  3. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μέλλων
  4. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μέλλον) του μέλλων

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μέλλοντα

  1. (αρσενικό)
    1. γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του μέλλοντας
    2. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μέλλων
  2. (ουδέτερο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέλλον



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία 1

μέλλοντα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής μέλλων στον πληθυντικό· εννοείται «πράγματα»

Ουσιαστικό

μέλλοντα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • αυτά που πρόκειται να συμβούν

Ετυμολογία 2

μέλλοντα: κλιτικοί τύποι

Κλιτικός τύπος μετοχής

μέλλοντα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μέλλοντα ουδέτερο

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μέλλοντα αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.