μεγιστοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγιστοποίηση οι μεγιστοποιήσεις
      γενική της μεγιστοποίησης* των μεγιστοποιήσεων
    αιτιατική τη μεγιστοποίηση τις μεγιστοποιήσεις
     κλητική μεγιστοποίηση μεγιστοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεγιστοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγιστοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μεγιστοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.