Μεγιστεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μεγιστεύς οἱ Μεγιστεῖς
      γενική τοῦ Μεγιστέως τῶν Μεγιστέων
      δοτική τῷ Μεγιστεῖ τοῖς Μεγιστεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Μεγιστέ
& Μεγιστ*
τοὺς Μεγιστέᾱς
     κλητική ! Μεγιστεῦ Μεγιστεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μεγιστεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Μεγιστέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
* Μεταγενέστερος τύπος αιτιατικής.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μεγιστεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μέγιστ(ος) + -εύς

Κύριο όνομα

Μεγιστεύς αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.