μάγγανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάγγανο τα μάγγανα
      γενική του μάγγανου των μάγγανων
    αιτιατική το μάγγανο τα μάγγανα
     κλητική μάγγανο μάγγανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάγγανο < (ελληνιστική κοινή) μάγγανον

Ουσιαστικό

μάγγανο ουδέτερο

  1. (ιστορία) (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) αμυντική πολεμική μηχανή, που έριχνε πέτρες ή βέλη, καταπέλτης
  2. (παρωχημένο) ροδάνι
  3. (παρωχημένο) είδος γερανού
  4. (παρωχημένο) είδος βαρούλκου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.