βαρούλκο

Νέα ελληνικά (el)

βαρούλκα πρόσδεσης, χειρισμού πρυμνησίων κάβων σε φορτηγό πλοίο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαρούλκο τα βαρούλκα
      γενική του βαρούλκου των βαρούλκων
    αιτιατική το βαρούλκο τα βαρούλκα
     κλητική βαρούλκο βαρούλκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρούλκο < αρχαία ελληνική βαρουλκός (μηχανή) < βάρος + ἕλκω

Ουσιαστικό

βαρούλκο ουδέτερο

  1. μηχανή για την έλξη μεγάλου βάρους
  2. (ναυτικός όρος): βασική μηχανή καταστρώματος πλοίων, που ανάλογα της χρήσης λαμβάνει και ιδιαίτερη ονομασία π.χ. βαρούλκο αγκύρας, βαρούλκο πρόσδεσης, βαρούλκο φορτωτήρα, βαρούλκο σωσιβίων λέμβων κ.λπ.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.