μαγκάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαγκάνι | τα | μαγκάνια |
| γενική | του | μαγκανιού | των | μαγκανιών |
| αιτιατική | το | μαγκάνι | τα | μαγκάνια |
| κλητική | μαγκάνι | μαγκάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαγκάνι < (ελληνιστική κοινή) μάγγανον
- μαγγάνι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
