μαγκάνι

Νέα ελληνικά (el)

μαγκάνι με σύνθετο μηχανισμό σε πηγάδι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγκάνι τα μαγκάνια
      γενική του μαγκανιού των μαγκανιών
    αιτιατική το μαγκάνι τα μαγκάνια
     κλητική μαγκάνι μαγκάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγκάνι < (ελληνιστική κοινή) μάγγανον

Ουσιαστικό

μαγκάνι ουδέτερο

  1. μηχανισμός για άντληση νερού
  2. κάθε μηχανισμός που σφίγγει

  • μαγγάνι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.