μαγγανάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαγγανάριος οι μαγγανάριοι
      γενική του μαγγανάριου των μαγγανάριων
    αιτιατική τον μαγγανάριο τους μαγγανάριους
     κλητική μαγγανάριε μαγγανάριοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγγανάριος < (ελληνιστική κοινή) μαγγανάριος < μάγγανον

Ουσιαστικό

μαγγανάριος αρσενικό

  1. (ιστορία) (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) κατασκευαστής μαγγάνων, δηλαδή αμυντικών πολεμικών μηχανών, που έριχναν πέτρες ή βέλη
  2. (παρωχημένο) κατασκευαστής μαγγάνων, δηλαδή γερανών
  3. (παρωχημένο) ο εργαζόμενος σε μάγγανο, δηλαδή βαρούλκο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.