λογοτέχνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | λογοτέχνης | οι | λογοτέχνες |
| γενική | του του/της |
λογοτέχνη λογοτέχνου |
των | λογοτεχνών |
| αιτιατική | τον/τη | λογοτέχνη | τους/τις | λογοτέχνες |
| κλητική | λογοτέχνη (λογοτέχνα) |
λογοτέχνες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λογοτέχνης < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική λογοτέχνης (ομιλητής με ρητορική δεινότητα) < λογο- + -τέχνης
Προφορά
- ΔΦΑ : /lo.ɣoˈte.xnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γο‐τέ‐χνης
Ουσιαστικό
λογοτέχνης αρσενικό ή θηλυκό ( & θηλυκό λογοτέχνιδα, λογοτέχνισσα, ή, λόγιο λογοτέχνις)
- (επάγγελμα) πρόσωπο που ασκεί την τέχνη του γραπτού λόγου, που γράφει λογοτεχνικά έργα
Συγγενικά
- λογοτέχνημα
- λογοτεχνικά (επίρρημα)
- λογοτεχνικός
- λογοτεχνία
- παραλογοτεχνία
Υπώνυμα
- ποιητής
- συγγραφέας
- διηγηματογράφος
- μυθιστοριογράφος
- πεζογράφος
- θεατρικός συγγραφέας
Πηγές
- λογοτέχνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- λογοτέχνης < λογο- + -τέχνης
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- λογοτέχνης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.