λιτότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιτότητα οι λιτότητες
      γενική της λιτότητας των λιτοτήτων
    αιτιατική τη λιτότητα τις λιτότητες
     κλητική λιτότητα λιτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιτότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιτότης[1] < λιτός

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈto.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιτότητα

Ουσιαστικό

λιτότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του λιτού, το να αρκείται κανείς σε λίγα
    οι Λακεδαιμόνιοι ήταν γνωστοί για τη λιτότητα της ζωής τους
  2. ο περιορισμός των εξόδων
    προϋπολογισμό λιτότητας καταρτίζει η νέα κυβέρνηση
  3. η ιδιότητα του λιτού, η απλότητα
    το κείμενο χαρακτηρίζει η λιτότητα των εκφραστικών μέσων
  4. (λογοτεχνικό) σχήμα λόγου, με το οποίο, αντί να δηλωθεί η έντονη κατάφαση, εκφράζεται η αντίθετή της άρνηση
    Με το σχήμα λιτότητας λέμε «Δεν είναι πολύ γενναίος», αντί να πούμε «είναι δειλός»

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.