λιτότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λιτότητα | οι | λιτότητες |
| γενική | της | λιτότητας | των | λιτοτήτων |
| αιτιατική | τη | λιτότητα | τις | λιτότητες |
| κλητική | λιτότητα | λιτότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιτότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιτότης[1] < λιτός
Προφορά
- ΔΦΑ : /liˈto.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐τό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
λιτότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του λιτού, το να αρκείται κανείς σε λίγα
- ↪ οι Λακεδαιμόνιοι ήταν γνωστοί για τη λιτότητα της ζωής τους
- ο περιορισμός των εξόδων
- ↪ προϋπολογισμό λιτότητας καταρτίζει η νέα κυβέρνηση
- η ιδιότητα του λιτού, η απλότητα
- ↪ το κείμενο χαρακτηρίζει η λιτότητα των εκφραστικών μέσων
- (λογοτεχνικό) σχήμα λόγου, με το οποίο, αντί να δηλωθεί η έντονη κατάφαση, εκφράζεται η αντίθετή της άρνηση
- ↪ Με το σχήμα λιτότητας λέμε «Δεν είναι πολύ γενναίος», αντί να πούμε «είναι δειλός»
Μεταφράσεις
Αναφορές
- λιτότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.