λιτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιτός η λιτή το λιτό
      γενική του λιτού της λιτής του λιτού
    αιτιατική τον λιτό τη λιτή το λιτό
     κλητική λιτέ λιτή λιτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιτοί οι λιτές τα λιτά
      γενική των λιτών των λιτών των λιτών
    αιτιατική τους λιτούς τις λιτές τα λιτά
     κλητική λιτοί λιτές λιτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιτός < αρχαία ελληνική λιτός

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈtos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /liˈti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /liˈto/ ουδέτερο

Επίθετο

λιτός, -ή, ό

  1. που διαθέτει μόνο τα απαραίτητα, χωρίς καμία περιττή πολυτέλεια
     συνώνυμα: απέριττος, απλός
  2. που δε διαθέτει στολίσματα
     συνώνυμα: αστόλιστος, φυσικός

Συγγενικά

Σύνθετα

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.