απλότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλότητα οι απλότητες
      γενική της απλότητας των απλοτήτων
    αιτιατική την απλότητα τις απλότητες
     κλητική απλότητα απλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απλότητα < αρχαία ελληνική ἁπλότης < ἁπλοῦς (απλός)

Ουσιαστικό

απλότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ή κάτι απλός· η έλλειψη πολυπλοκότητας
    η απλότητα της κατασκευής εντυπωσιάζει
  2. η ευθύτητα του χαρακτήρα, η έλλειψη επιτήδευσης
  3. η λιτότητα στον τρόπο ζωής, τη διακόσμηση, τα εκφραστικά μέσα

Εκφράσεις

  • εν τη απλότητι το κάλλος (ἐν τῇ ἁπλότητι τὸ κάλλος) (λόγιο): στην απλότητα βρίσκεται η ευμορφία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.