απλότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απλότητα | οι | απλότητες |
| γενική | της | απλότητας | των | απλοτήτων |
| αιτιατική | την | απλότητα | τις | απλότητες |
| κλητική | απλότητα | απλότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απλότητα < αρχαία ελληνική ἁπλότης < ἁπλοῦς (απλός)
Ουσιαστικό
απλότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι απλός· η έλλειψη πολυπλοκότητας
- η απλότητα της κατασκευής εντυπωσιάζει
- η ευθύτητα του χαρακτήρα, η έλλειψη επιτήδευσης
- η λιτότητα στον τρόπο ζωής, τη διακόσμηση, τα εκφραστικά μέσα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
απλότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.