λεπτό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεπτό τα λεπτά
      γενική του λεπτού των λεπτών
    αιτιατική το λεπτό τα λεπτά
     κλητική λεπτό λεπτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεπτό < ελληνιστική κοινή λεπτόν < αρχαία ελληνική λεπτός

Ουσιαστικό

λεπτό ουδέτερο

  1. υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης του χρόνου ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας
  2. υποδιαίρεση νομίσματος ίση με το ένα εκατοστό, αρχικά, της δραχμής και, στη συνέχεια, του ευρώ
  3. υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης της γωνίας του κύκλου ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας

Εκφράσεις

  • (δώσε μου/κάτσε) μισό/ένα/δύο λεπτάκι(α)/λεπτό(α): (δώσε μου/κάτσε) μια στιγμή, περίμενε λιγάκι
  • δώσε μου τρία/τέσσερα/κλπ. λεπτάκι(α)/λεπτό(α): περίμενε τρία/τέσσερα/κλπ. λεπτά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λεπτό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.