minuta

Αλβανικά (sq)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

minuta (sq)



Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

minuta (bs) θηλυκό

  1. το λεπτό
    η μονάδα χρόνου
    η μονάδα γωνίας



Ιταλικά (it)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

minuta (it)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

minuta (pl) θηλυκό

  1. το λεπτό
    η μονάδα χρόνου
    η μονάδα γωνίας
    (συνεκδοχικά) (οικείο) η απόσταση ενός λεπτού

Συγγενικά

  • minutka
  • minutnik
  • minutowy



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

minuta (cs) θηλυκό

  1. το λεπτό
    η μονάδα χρόνου
    η μονάδα γωνίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.