minute

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmɪnɪt/
 
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
minute minutes

minute (en)

  1. το λεπτό (της ώρας)
    The time is/It’s three minutes to ten.
    Η ώρα είναι δέκα παρά τρία λεπτά.
    I missed the bus by five minutes.
    Έχασα το λεωφορείο για πέντε λεπτά.
  2. (μόνο ενικός, ανεπίσημο) ένα λεπτό, πολύ σύντομο χρονικό διάστημα
    Wait for me a minute!
    Περίμενε ένα λεπτό!
    Listen to me for a minute.
    Άκουσέ με για ένα λεπτό.
    Not even for a minute am I sitting here.
    Ούτε λεπτό δεν κάθομαι εδώ.
    I’ll be back in a minute.
    Θα γυρίσω σ' ένα λεπτό.
    He’s finish his work in a minute.
    Τελειώνει τις δουλειές του στο λεπτό.
  3. (μόνο πληθυντικός) τα πρακτικά μιας επίσημης συνεδρίασης
    I’m taking the meeting minutes.
    Κρατώ τα πρακτικά της συνεδρίασης.
    Read the minutes of the last meeting.
    Διάβασε τα πρακτικά της προηγουμένης συνεδρίασης.

Προφορά

ΔΦΑ : /maɪˈnjuːt/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /maɪˈnuːt/ (ΗΠΑ)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός minute
συγκριτικός minuter
υπερθετικός minutest

minute (en)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
minute minutes

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.nyt/
 

Ουσιαστικό

minute (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.