λαϊκούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαϊκούρα | οι | λαϊκούρες |
| γενική | της | λαϊκούρας | — | |
| αιτιατική | τη | λαϊκούρα | τις | λαϊκούρες |
| κλητική | λαϊκούρα | λαϊκούρες | ||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαϊκούρα < λαϊκ(ός) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα
Ουσιαστικό
λαϊκούρα θηλυκό
- (μειωτικό, μεγεθυντικό, επιτατικό ουσιαστικό)
- (ειρωνικό, απαξιωτικό) πλήθος ανθρώπων με ύφος, έθιμα, συνήθειες, συμπεριφορά που δείχνουν αγραμματοσύνη ή χαμηλό επίπεδο παιδείας
- (ειρωνικό) λόγος, συμπεριφορά, νοοτροπία, ντύσιμο, δημιούργημα που έχει τα αρνητικά χαρακτηριστικά του λαϊκού· ευτέλεια, φτήνια και κακογουστιά
Συνώνυμα
- λαϊκάντζα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.