ευτέλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευτέλεια οι ευτέλειες
      γενική της ευτέλειας των ευτελειών
    αιτιατική την ευτέλεια τις ευτέλειες
     κλητική ευτέλεια ευτέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευτέλεια < αρχαία ελληνική εὐτέλεια

Ουσιαστικό

ευτέλεια θηλυκό

  1. ευτελής ποιότητα
  2. χυδαιότητα, ποταπότητα, αισχρότητα, αχρειότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.