κιτς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κιτς < (λόγιο δάνειο) γερμανική Kitsch
Ουσιαστικό
κιτς ουδέτερο άκλιτο
- λέγεται για τη κακόγουστη χρήση τελείως ετερόκλητων στοιχείων
- άκρως εντυπωσιακός, φανταχτερός και χωρίς σεβασμό στην απλότητα
Συνώνυμα
- κιτσαριό
- καρακιτσαριό
-
κιτς στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.