λαχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαχείο | τα | λαχεία |
| γενική | του | λαχείου | των | λαχείων |
| αιτιατική | το | λαχείο | τα | λαχεία |
| κλητική | λαχείο | λαχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαχείο < θέμα λαχ- ( < αρχαία ελληνική λαγχάνω) + -είο
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐χεί‐ο
Ουσιαστικό
λαχείο ουδέτερο
- τυχερό παιχνίδι που οργανώνεται από έναν οργανισμό ή σύλλογο ή άλλη ομάδα ανθρώπων· ο διοργανωτής εκδίδει αριθμημένα δελτία τα οποία πωλούνται και στη συνέχεια γίνεται κλήρωση ενός ή περισσότερων τυχερών αριθμών που κερδίζουν δώρα ή χρηματικά ποσά
- ≈ συνώνυμα: λαχειοφόρος αγορά
- ένα αριθμημένο δελτίο που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο ενός τέτοιου τυχερού παιχνιδιού
- μια ανέλπιστη τύχη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.