λαχειοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαχειοφόρος | η | λαχειοφόρος & λαχειοφόρα |
το | λαχειοφόρο |
| γενική | του | λαχειοφόρου | της | λαχειοφόρου & λαχειοφόρας |
του | λαχειοφόρου |
| αιτιατική | τον | λαχειοφόρο | τη | λαχειοφόρο & λαχειοφόρα |
το | λαχειοφόρο |
| κλητική | λαχειοφόρε | λαχειοφόρε & λαχειοφόρα |
λαχειοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαχειοφόροι | οι | λαχειοφόροι & λαχειοφόρες |
τα | λαχειοφόρα |
| γενική | των | λαχειοφόρων | των | λαχειοφόρων | των | λαχειοφόρων |
| αιτιατική | τους | λαχειοφόρους | τις | λαχειοφόρους & λαχειοφόρες |
τα | λαχειοφόρα |
| κλητική | λαχειοφόροι | λαχειοφόροι & λαχειοφόρες |
λαχειοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
λαχειοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.