λαχειοπώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαχειοπώλης οι λαχειοπώλες
& λαχειοπώληδες
      γενική του λαχειοπώλη των λαχειοπωλών
& λαχειοπώληδων
    αιτιατική τον λαχειοπώλη τους λαχειοπώλες
& λαχειοπώληδες
     κλητική λαχειοπώλη λαχειοπώλες
& λαχειοπώληδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαχειοπώλης < λαχείο + -πώλης

Ουσιαστικό

λαχειοπώλης αρσενικό (θηλυκό λαχειοπώλισσα)

  • (επάγγελμα) ο πωλητής λαχείων
    ένας πλανόδιος λαχειοπώλης φώναζε: "Λαχεία! Αύριο κληρώνει!"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.