λαχειοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαχειοπώλης | οι | λαχειοπώλες & λαχειοπώληδες |
| γενική | του | λαχειοπώλη | των | λαχειοπωλών & λαχειοπώληδων |
| αιτιατική | τον | λαχειοπώλη | τους | λαχειοπώλες & λαχειοπώληδες |
| κλητική | λαχειοπώλη | λαχειοπώλες & λαχειοπώληδες | ||
| Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λαχειοπώλης αρσενικό (θηλυκό λαχειοπώλισσα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.