λαγχάνω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λαγχάνω < αρχαία ελληνική λαγχάνω

Ρήμα

λαγχάνω

  1. τυχαίνω σε μερίδιο, σε κλήρο, λαχαίνω
  2. τυχαίνω (όταν συμβαίνει κάτι)

Πηγές




Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  λαγχάνω   λαγχάνομαι 
Παρατατικός  ἐλάγχανον   ἐλαγχανόμην 
Μέλλοντας  λήξομαι | ληχθήσομαι 
Αόριστος  ἔλαχον   ἐλαχόμην | ἐλήχθην 
Παρακείμενος  εἴληχα   εἴληγμαι 
Υπερσυντέλικος  εἰλήχειν   εἰληχόμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

λαγχάνω' < λείπει η ετυμολογία Για το θέμα λαχ-
Πιθανόν, συγγενική η μυκηναϊκή 𐀨𐀐 (ra-ke, λάχε) [1]
Δε σχετίζεται με το λαχαίνω (σκάβω), λάχανον.

Ρήμα

λαγχάνω

Συγγενικά

Κλίση

  • παθητικοί τύποι λείπει η κλίση

Αναφορές

  1. s.v. λαχαίνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.