légume

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

1. légume < lesgum < λατινική legumen
2. légume < κατά το αγγλικό vegetable

Προφορά

ΔΦΑ : /le.ɡym/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
légume légumes

légume (fr) αρσενικό

  1. το λαχανικό, το ζαρζαβατικό
  2. (μεταφορικά) (οικείο) βαριά άρρωστος, ανθρώπινο φυτό

Εκφράσεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.