λατέρνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λατέρνα | οι | λατέρνες |
| γενική | της | λατέρνας | των | λατερνών |
| αιτιατική | τη | λατέρνα | τις | λατέρνες |
| κλητική | λατέρνα | λατέρνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.JPG.webp)
λατέρνα σε πεζόδρομο της Κατερίνης
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
λατέρνα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) μηχανικό μουσικό λαϊκό όργανο, κρουστό, φορητό· o πλανόδιος μουσικός γυρίζει ένα στρόφαλο κι έτσι περιστρέφεται ένας κύλινδρος με καρφωμένα στην επιφάνειά του καρφιά, τα οποία κρούουν τις χορδές
- (μεταφορικά) παραφορτωμένο ή παράταιρο ντύσιμο
- ↪ πώς βγαίνεις ετσι έξω, ντυμένη σαν λατέρνα;
Συνώνυμα
Παράγωγα
-
λατέρνα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.