lanterna
Ιταλικά (it)

lanterna
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- lanterna < → λείπει η ετυμολογία Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) λάμπω, λαμπτήρ και τα (λατινικά) limpidus, lepor, lepidus, lĕpus
Προφορά
- ΔΦΑ : /lanˈter.na/
- ⓘ
Ουσιαστικό
lanterna θηλυκό (λέξη της μετακλασικής και ύστερης ρωμαϊκής εποχής) (& laterna)
Συνώνυμα
- lucerna
- lumen
Συγγενικά
- laternarius (λυχνοφόρος, λαμπτηροφόρος)
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | lanterna | lanternae |
| γενική | lanternae | lanternārum |
| δοτική | lanternae | lanternīs |
| αιτιατική | lanternam | lanternās |
| κλητική | lanterna | lanternae |
| αφαιρετική | lanternā | lanternīs |
Πηγές
- lanterna - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.