lanterna

Ιταλικά (it)

lanterna

Ετυμολογία

lanterna < (λατινική lanterna

Ουσιαστικό

lanterna θηλυκό

  1. θάλαμος φάρου, φάρος
  2. ραδιοφάρος κατεύθυνσης αεροσκάφους
  3. φανάρι



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

lanterna < λείπει η ετυμολογία Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) λάμπω, λαμπτήρ και τα (λατινικά) limpidus, lepor, lepidus, lĕpus

Προφορά

ΔΦΑ : /lanˈter.na/
 

Ουσιαστικό

lanterna θηλυκό (λέξη της μετακλασικής και ύστερης ρωμαϊκής εποχής) (& laterna)

  1. λυχνία, λύχνος, φανάρι
      a portu illic nunc cum lanterna advenit (Πλαύτος, Amphitruo, 149)
    έρχεται τώρα από κει, απ' το λιμάνι, κρατώντας φανάρι
  2. δάδα, πυρσός, δαυλός
  3. λαμπτήρας

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • laternarius (λυχνοφόρος, λαμπτηροφόρος)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lanterna lanternae
γενική lanternae lanternārum
δοτική lanternae lanternīs
αιτιατική lanternam lanternās
κλητική lanterna lanternae
αφαιρετική lanternā lanternīs
(α' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.